μετεωρίζομαι

μετεωρίζομαι
μετεωρίζομαι (μετέωρος ‘in mid-air’) fut. 3 sg. μετεωρισθήσεται Mi 4:1; aor. 3 pl. μετεωρίσθησαν LXX; gener. ‘be lifted up, be elevated’ (Aristoph. et al. in sense ‘raise up’; pap, LXX, Philo, Joseph.) in our lit. only once, pass. and fig. μὴ μετεωρίζεσθε Lk 12:29. In the context this can hardly mean anything other than do not be anxious, worried (the verb has this meaning Polyb. 5, 70, 10; POxy 1679, 16 μὴ μετεωρίζου, καλῶς διάγομεν=do not worry, we are getting along well; Jos., Ant. 16, 135.—Like w. the adj. μετέωρος=‘hovering between hope and fear, in suspense, restless, anxious’: Thu. 2, 8, 1; Polyb. 3, 107, 6; BGU 417, 4; 6 [opp. ἀμέριμνος]; cp. our ‘be up in the air’ about someth.). The alternate transl. be overbearing, presumptuous, though possible on purely linguistic grounds (Diod S 13, 80, 1; 13, 92, 2; cp. Simplicius in Epict. p. 32, 13 μετεωρισμός=pride), supported by the LXX, and favored by Vulg., Luther (altered since the revision of 1975), Tyndale et al., can no longer be seriously considered.—AHarnack, Sprüche u. Reden Jesu 1907, 10; KKöhler, StKr 86, 1913, 456ff.—DELG s.v. 1 ἀείρω. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετεωρίζομαι — μετεωρίζομαι, μετεωρίστηκα, μετεωρισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μετεωρίζομαι — μετεωρίστηκα, μετεωρισμένος 1. ανυψώνομαι: Το αερόστατο μετεωρίστηκε στο γαλανό ουρανό. 2. (ναυτ.), βγαίνω στα ανοιχτά: Το ιστιοφόρο μετεωρίστηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετεωρίζομαι — μετεωρίζω raise to a height pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροπλέω — πλέω στον αέρα, πλέω απαλά, μετεωρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… …   Dictionary of Greek

  • εναιωρούμαι — ( έομαι) (Α ἐναιωροῦμαι) νεοελλ. αιωρούμαι, μετεωρίζομαι μέσα σε κάτι αρχ. 1. επιπλέω σε υγρή επιφάνεια, περιπλανώμαι μέσα σε κάτι («πολὺν θαλάσςῃ χρόνον ἐναιωρούμενον» περιπλανώμενον, Ευριπ.) 2. (απολ.) βρίσκομαι σε συνεχή κίνηση 3. ιατρ. «οὖρα… …   Dictionary of Greek

  • ενευδιώ — ἐνευδιῶ, άω και επικ. τ. ἐνευδιόω (Α) [ευδιώ] (για πτηνό) πετώ στον καθαρό ουρανό, μετεωρίζομαι, αρμενίζω …   Dictionary of Greek

  • εξανεμώ — ἐξανεμῶ, όω (AM) [ανεμώ] εξανεμίζω μσν. παθ. 1. μετεωρίζομαι, πετώ στον αέρα 2. μεταβάλλομαι σε άνεμο, ματαιώνω αρχ. 1. γεμίζω κάτι με αέρα, φουσκώνω 2. επαίρομαι ανοήτως, φουσκώνω, παίρνουν τα μυαλά μου αέρα («ἐξηνεμώθην μωρίᾳ», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • εξαπαρτώμαι — ἐξαπαρτῶμαι, άομαι (Α) αιωρούμαι, είμαι στον αέρα, *μετεωρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • επιποτώμαι — ἐπιποτῶμαι, άομαι (Α) [ποτώμαι] 1. πετώ από πάνω, εκτείνομαι πάνω σε κάτι, απλώνομαι («τοῑον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται», Αισχύλ.) 2. μετεωρίζομαι 3. επιπλέω, επιπολάζω …   Dictionary of Greek

  • ζυγοστατώ — (AM ζυγοστατῶ, έω) [ζυγοστάτης] σταθμίζω με ζυγό, ζυγίζω μσν. 1. κάνω κάτι να ισορροπήσει 2. ελέγχω, κρίνω 3. βασανίζω στη σκέψη μου, σκέπτομαι βαθιά («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῑν», Φώτ.) αρχ. 1. είμαι ζυγοστάτης, ζυγιστής 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”